Μία νέα σειρά τριών άρθρων που δημοσιεύθηκε στο κορυφαίο ιατρικό περιοδικό The Lancet έρχεται να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου για τα υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα (UPF), μια κατηγορία προϊόντων που κυριαρχεί πλέον στη σύγχρονη καθημερινότητα και συνδέεται με διατροφική υποβάθμιση αλλά και με αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης πολλών χρόνιων ασθενειών. Σύμφωνα με τα στοιχεία της σειράς, τα UPFs εκτοπίζουν τα φρέσκα και ελάχιστα επεξεργασμένα τρόφιμα, μεταμορφώνοντας ολόκληρα διατροφικά πρότυπα σε παγκόσμιο επίπεδο και συμβάλλοντας σε μια συνεχή επιδείνωση της υγείας μεγάλων πληθυσμών.
Τα υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα αποτελούν εμπορικά προϊόντα που παράγονται από φθηνά βιομηχανικά συστατικά, όπως υδρογονωμένα έλαια, τροποποιημένα άμυλα, σιρόπια υψηλής επεξεργασίας και πρόσθετα όπως χρωστικές, τεχνητά γλυκαντικά, αρωματικές ύλες και γαλακτωματοποιητές. Πρόκειται για τρόφιμα που έχουν σχεδιαστεί ώστε να είναι «εύκολα», φθηνά, έντονα γευστικά και ιδιαίτερα εθιστικά, με συνέπεια να οδηγούν συχνά σε υπερκατανάλωση. Το πρώτο άρθρο του Lancet υπογραμμίζει ότι τα UPFs όχι μόνο υποβαθμίζουν την ποιότητα της διατροφής αλλά σχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο για δώδεκα σοβαρές ασθένειες, μεταξύ των οποίων η παχυσαρκία, ο διαβήτης τύπου 2, τα καρδιαγγειακά προβλήματα, η κατάθλιψη και η πρόωρη θνησιμότητα. Από 104 μακροχρόνιες μελέτες που εξετάστηκαν, οι 92 κατέγραψαν αυξημένο κίνδυνο για τουλάχιστον μία σοβαρή νόσο.
Η κατανάλωση UPF έχει εκτοξευθεί τις τελευταίες δεκαετίες σε πολλές χώρες. Τα στοιχεία δείχνουν ότι σε Ισπανία και Κίνα η συμμετοχή των υπερεπεξεργασμένων τροφίμων στη διατροφή των νοικοκυριών έχει τριπλασιαστεί μέσα σε 30 χρόνια. Στο Μεξικό και στη Βραζιλία αυξήθηκε από 10% σε 23%, ενώ σε ΗΠΑ και Ηνωμένο Βασίλειο παραμένει σταθερά πάνω από το 50%, γεγονός που δείχνει ότι η υπερεπεξεργασμένη διατροφή έχει γίνει ο κανόνας και όχι η εξαίρεση. Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι τα UPFs συνδέονται με υπερβολική πρόσληψη ζάχαρης και ανθυγιεινών λιπαρών, χαμηλή πρόσληψη φυτικών ινών και πρωτεϊνών, αλλά και μεγαλύτερη έκθεση σε πρόσθετα και χημικές ουσίες που ενδέχεται να επηρεάζουν την ανθρώπινη υγεία.
Το δεύτερο άρθρο της σειράς εστιάζει στην ανάγκη καθαρής πολιτικής απάντησης απέναντι σε αυτό το διατροφικό κύμα. Οι επιστήμονες ζητούν αυστηρότερους περιορισμούς στο μάρκετινγκ —ιδίως σε διαφημίσεις που στοχεύουν παιδιά—, απαγόρευση των UPFs σε σχολεία και νοσοκομεία, καθώς και σαφείς κανόνες για τον περιορισμό της παρουσίας τους στα ράφια των σούπερ μάρκετ. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα επιτυχημένης πολιτικής αποτελεί το εθνικό πρόγραμμα σχολικών γευμάτων της Βραζιλίας, το οποίο έχει σχεδόν εξαλείψει τα UPFs από τα σχολεία και έως το 2026 προβλέπει ότι το 90% των τροφίμων θα είναι φρέσκα ή ελάχιστα επεξεργασμένα.
Το τρίτο άρθρο στρέφει την προσοχή στον ρόλο των πολυεθνικών εταιρειών. Οι συγγραφείς υπογραμμίζουν ότι η άνοδος των UPFs δεν οφείλεται στις «ατομικές επιλογές» των καταναλωτών, αλλά σε μια βιομηχανία τροφίμων με ετήσιες πωλήσεις 1,9 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, η οποία παράγει φθηνά προϊόντα υψηλής κερδοφορίας χρησιμοποιώντας επιθετικό μάρκετινγκ, ψυχολογικά σχεδιασμένες συσκευασίες και τεχνικές που προωθούν την υπερκατανάλωση. Η ανάγκη για μια παγκόσμια δημόσια υγειονομική απάντηση χαρακτηρίζεται από το Lancet ως «επειγούσα και απολύτως εφικτή», καθώς το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τη διατροφή αλλά τη συνολική υγεία, την κοινωνική ανισότητα και τη μελλοντική βιωσιμότητα των συστημάτων υγείας.




